κομματιάζω

κομματιάζω
κομμάτιασα, κομματιάστηκα, κομματιασμένος
1. κάνω κάτι κομμάτια, τεμαχίζω: Τον κομμάτιασαν το λαγό τα σκυλιά.
2. το μέσ., κομματιάζομαι προσπαθώ μ' όλες μου τις δυνάμεις: Κομματιάστηκε να μας περιποιηθεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κομματιάζω — κομματιάζω, κομμάτιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κομματιάζω — (Μ κομματιάζω) [κομμάτι] διαμελίζω, τεμαχίζω, κάνω κάτι κομμάτια νεοελλ. μέσ. κομματιάζομαι α) προσπαθώ με όλες τις δυνάμεις μου β) υφίσταμαι υπερβολική κόπωση …   Dictionary of Greek

  • δάπτω — (Α) 1. (για άγρια ζώα) καταβροχθίζω («λύκοι... οἵ τ ἔλαφον κεραὀν μέγαν... δάπτουσιν» λύκοι που καταβροχθίζουν μεγάλο ελάφι) 2. (για φωτιά) κατακαίω, κάνω στάχτη («Ἕκτορα πυρί δαπτέμεν» να κάνει τον Έκτορα η φωτιά στάχτη) 3. (για σκώρους και… …   Dictionary of Greek

  • μιστύλλω — (Α) κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακόβω, κομματιάζω, λειανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός αμάρτυρου επιθ. *μιστύλος «κομματιασμένος, τεμαχισμένος» (πρβλ. στωμύλος: στωμύλλω, καμπύλος: καμπύλλω) αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία… …   Dictionary of Greek

  • περιθρύπτω — Α κατακερματίζω, κομματιάζω από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θρύπτω «θραύω, συντρίβω, κομματιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • αγριοδαίτης — ἀγριοδαίτης, ο (Α) αυτός που τρώει άγριους καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριος + δαίτης < δαίομαι, δαίνυμι (κομματιάζω τρώγω)] …   Dictionary of Greek

  • αιγίζω — αἰγίζω (Α) [αἰγίς] σχίζω, κομματιάζω …   Dictionary of Greek

  • ακομμάτιαστος — η, ο αυτός που δεν κόπηκε ή δεν μπορεί να κοπεί σε κομμάτια, ο ατεμάχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κομματιαστός < κομματιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλοκατάκτης — ἀμυγδαλοκατάκτης, ο (Α) ο αμυγδαλοθραύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυγδαλή, ον + κατάκτης < κατάγνυμι «θρυμματίζω, κατακερματίζω, κομματιάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”